ατομικισμός

ατομικισμός
ο
1. το να είναι κανείς ατομικιστής, να φροντίζει μόνο για τον εαυτό του: Όλες του τις ενέργειες τις διακρίνει ένας ατομικισμός.
2. φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ως σκοπό της κοινωνικής ζωής την ευτυχία του ατόμου: Νέος δεχόταν άλλες φιλοσοφικές απόψεις· εδώ και μερικά χρόνια είναι οπαδός του ατομικισμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ατομικισμός — ο 1. το να φροντίζει και να ενδιαφέρεται κανείς μόνο για τον εαυτό του, η εγωπάθεια 2. η πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία που προβάλλει το άτομο αντί της κοινωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ιωάννη Ν. Βαλέτα] …   Dictionary of Greek

  • ατομικισμός ή ατομοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία που θεμελιώνει την κοινωνική ύπαρξη στην ατομική συνείδηση και βούληση και αποδίδει αποκλειστική αξία στα ιδιαίτερα δικαιώματα του ατόμου. Οι ρίζες της θεωρίας αυτής εντοπίζονται στα δόγματα των σοφιστών, των κυνικών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ριζοσπαστισμός — ο, Ν 1. ανυποχώρητη, αδιάλλακτη πνευματική στάση 2. θεωρία και στάση εκείνων που επιδιώκουν την πλήρη ρήξη με το κατεστημένο και τη λύση τών πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων με αποφασιστικές, δυναμικές μεθόδους, καθώς και η εφαρμογή τών… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτομαρισμός — ο, Ν υπέρμετρος εγωισμός, υπερβολικός ατομικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τομάρι + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Πίκοκ, Τόμας Λαβ — (Peacock, 1785 – 1866). Άγγλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Αν και γιος λονδρέζου εμπόρου, δεν είχε καθόλου κλίση στο εμπόριο. Νέος ακόμα έγραφε στίχους και σατιρικά μυθιστορήματα. Από το 1819 εργαζόταν στην Εταιρεία των Ινδιών, όπου έφτασε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”