ατομικισμός — ο 1. το να φροντίζει και να ενδιαφέρεται κανείς μόνο για τον εαυτό του, η εγωπάθεια 2. η πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία που προβάλλει το άτομο αντί της κοινωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ιωάννη Ν. Βαλέτα] … Dictionary of Greek
ατομικισμός ή ατομοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία που θεμελιώνει την κοινωνική ύπαρξη στην ατομική συνείδηση και βούληση και αποδίδει αποκλειστική αξία στα ιδιαίτερα δικαιώματα του ατόμου. Οι ρίζες της θεωρίας αυτής εντοπίζονται στα δόγματα των σοφιστών, των κυνικών, των… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ριζοσπαστισμός — ο, Ν 1. ανυποχώρητη, αδιάλλακτη πνευματική στάση 2. θεωρία και στάση εκείνων που επιδιώκουν την πλήρη ρήξη με το κατεστημένο και τη λύση τών πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων με αποφασιστικές, δυναμικές μεθόδους, καθώς και η εφαρμογή τών… … Dictionary of Greek
φιλοτομαρισμός — ο, Ν υπέρμετρος εγωισμός, υπερβολικός ατομικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τομάρι + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Πίκοκ, Τόμας Λαβ — (Peacock, 1785 – 1866). Άγγλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Αν και γιος λονδρέζου εμπόρου, δεν είχε καθόλου κλίση στο εμπόριο. Νέος ακόμα έγραφε στίχους και σατιρικά μυθιστορήματα. Από το 1819 εργαζόταν στην Εταιρεία των Ινδιών, όπου έφτασε σε… … Dictionary of Greek